Σάββατο 13 Οκτωβρίου 2007

Η αρχιτεκτονικη των Κυκλαδων.

Τις «βιοκλιματικές» αρχές της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής -αν και ο όρος είναι σύγχρονος- καταγράφει το δίκτυο ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS στο πλαίσιο του προγράμματος LIFE «Ηλιος, άνεμος», εστιάζοντας στις Κυκλάδες, μια γεωγραφική περιοχή αντιπροσωπευτική του μεσογειακού κλίματος (δυνατοί άνεμοι, έντονη και παρατεταμένη κατά τη διάρκεια του έτους ηλιοφάνεια, μεγάλες περίοδοι ανομβρίας, αλλά και μεγάλα ποσοστά υγρασίας). Στο μικρό αιγαιοπελαγίτικο οδοιπορικό για τη μοναδική αρχιτεκτονική κληρονομιά των Κυκλάδων συνέβαλε η αρχιτέκτονος Δήμητρα Σιατίστα, συνεργάτρια του δικτύου στο πρόγραμμα «Sun and wind».

«Για να αποφύγουμε αυθαίρετες αναγωγές ας έχουμε υπόψη μας ότι ο όρος "βιοκλιματική" ή "οικολογική αρχιτεκτονική" είναι ένας σύγχρονος όρος, συνεπώς με το να ονομάζουμε "βιοκλιματικά" διάφορα στοιχεία της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής είναι μόνο μια παραδοχή» τονίζει η Δήμητρα Σιατίστα. «Στην προκειμένη περίπτωση κάνουμε μια καταγραφή σε παραδοσιακές πρακτικές που συνήθως συνοδεύονται και με έναν συγκεκριμένο τρόπο ζωής που δεν ανταποκρίνεται στα σημερινά δεδομένα», προσθέτει η ίδια προτείνοντας: Να δανειστούμε την όχι και τόσο μακρινή εμπειρία του παρελθόντος και να την προσαρμόσουμε στη σημερινή κλίμακα αστικής οικιστικής ανάπτυξης σε συνδυασμό με τη σύγχρονη τεχνολογία. Ετσι ώστε να επιτύχουμε καλύτερες συνθήκες διαβίωσης με τη βέλτιστη θερμική συμπεριφορά και ενεργειακή απόδοση.

Ενδεικτικές είναι οι ενότητες που ακολουθούν για την αρχιτεκτονική των Κυκλάδων και τις παραδοσιακές πρακτικές.

**Αερισμός: Επιδιώκεται ο διαμπερής αερισμός, όταν και όπου αυτό είναι εφικτό, με μικρά ανοίγματα στη βόρεια πλευρά καθώς έτσι επιτυγχάνεται η αποτελεσματική απομάκρυνση των θερμικών φορτίων αλλά και της υγρασίας. Πολύ συχνή είναι (στις Κυκλάδες) η χρήση του φεγγίτη που είναι ένα μικρότερο άνοιγμα σε πιο ψηλή θέση όπου συγκεντρώνεται θερμός αέρας. Ο φεγγίτης διευκολύνει στην απαγωγή αυτού του αέρα. Τα ανοίγματα (όπως οι καμινάδες) προκαλούν κατακόρυφο ρεύμα αέρα και είναι ιδιαίτερα χρήσιμα σε υπόσκαφα, σε κτίσματα που είναι σε πλαγιές ή σε πυκνοδομημένους οικισμούς. Η «παραθύρα» στη Σαντορίνη είναι ένα άνοιγμα με πρόσβαση στο δώμα που λειτουργεί ως συλλέκτης της θαλάσσιας αύρας.

**Δροσισμός: Οταν ο αέρας στην πορεία του συναντά μάζες με χαμηλότερη θερμοκρασία, κατακρατείται μέρος του θερμικού φορτίου του και ψύχεται. Π.χ. στην αραβική αρχιτεκτονική ο δροσισμός επιτυγχάνεται με τη χρήση νερού και υπόγειους διαδρόμους. Αντιθέτως στην ελληνική παραδοσιακή αρχιτεκτονική το νερό δεν έχει χρησιμοποιηθεί για δροσισμό. Ωστόσο η θερμική μάζα των κτιρίων από πέτρα ή του εδάφους έχει αποτέλεσμα τη διατήρηση σε μεγάλο βαθμό της θερμοκρασίας στους εσωτερικούς χώρους. Στους υπόγειους ο αέρας παραμένει σταθερά στους 18 βαθμούς Κελσίου. Αν επιτευχθεί κυκλική κίνηση του αέρα από αυτό το χώρο προς έναν υπέργειο (όπου κυριαρχούν μεγαλύτερα θερμικά φορτία) τότε έχουμε δροσισμό του κινούμενου αέρα. Το ίδιο αποτέλεσμα έχουμε και όταν ο αέρας περνά μέσα από πυκνά φυλλώματα ή σκιερούς εξωτερικούς χώρους πριν εισέλθει από τα ανοίγματα στα κτίρια.

**Υπόσκαφα - ημιυπόσκαφα: Ο τύπος των κτιρίων αυτών αναπτύχθηκε στη μεσογειακή λεκάνη, την Κίνα, την Ινδία, την Κεντρική Αμερική, όπου το επέτρεπε το έδαφος (μαλακό και χωρίς υγρασία) με το κλίμα να παίζει καθοριστικό ρόλο.

Οι πιο γνωστός αντίστοιχος οικισμός στην Ελλάδα είναι εκείνος της Σαντορίνης, κλασικό παράδειγμα προσαρμογής στην τοπογραφία του νησιού και εκμετάλλευσης των δεδομένων για την καλύτερη προστασία από τις κλιματικές συνθήκες. Τα ανοίγματα τη -μοναδική- όψης είναι μικρά και εμποδίζουν την εισχώρηση ακτινοβολίας και θερμότητας το καλοκαίρι και την απώλεια θερμότητας το χειμώνα. Η θολωτή κατασκευή επιτρέπει την κυκλική κίνηση του αέρα. Παρ' όλα αυτά δεν αποφεύγεται η υγρασία ενώ ο φωτισμός είναι ελλιπής.

**Θερμομόνωση: Στα παραδοσιακά δώματα οι στρώσεις από ξερά φύκια ή βούρλα (υλικά με μικρή θερμική διαπερατότητα) λειτουργούν θερμομονωτικά.

Στις εξωτερικές επιφάνειες το λευκό χρώμα περιορίζει τη θερμότητα που απορροφάται από τους τοίχους.

Σημειώνεται ότι στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική πολλά υλικά και ο τρόπος εφαρμογής τους λειτουργούν θερμομονωτικά, αν και η έννοια αυτή όπως την αντιλαμβανόμαστε σήμερα «είναι μια σύγχρονη επινόηση».
**Ηλιοπροστασία - σκιασμός: Οι τρόποι προστασίας του κελύφους από την έντονη ηλιακή ακτινοβολία και η δημιουργία προστατευμένων εξωτερικών υπαίθριων ή ημιυπαίθριων χώρων διακρίνονται σε δύο κατηγορίες:

1. Ενσωματωμένα στη μάζα του κτιρίου. Η κατανομή των όγκων του κτιρίου σε σχέση με τον προσανατολισμό και τη διεύθυνση των ανέμων παίζει σημαντικό ρόλο (διαμόρφωση εσωτερικής αυλής, αίθριου, εσοχές, προεξοχές, διαφορετικά ύψη, τύποι ημιυπαίθριων χώρων - βεράντα, λότζια, στοά, ημιυπαίθρια είσοδος κ.λπ.)

Ενα στοιχείο που συναντάμε ξανά και ξανά στις περιοχές της Μεσογείου είναι η περιτοιχισμένη αυλή. Η δε στοά εμφανίζεται με διάφορες παραδοσιακές μορφές στην Ελλάδα.

2. Πρόσθετα: Κινητά στέγαστρα από ξύλο ή καλάμια, βλάστηση (πέργκολες, αναρριχόμενα φυτά, δέντρα κ.λπ.), παντζούρια, τέντες, υφάσματα, προεξοχές πάνω από τα παράθυρα, κ.λπ.

**Διαχείριση νερού: Στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική η σχέση με τους φυσικούς πόρους, όπως το νερό, είναι οικολογική: Παλαιότερα στις περιοχές με λειψυδρία όπως οι Κυκλάδες τα δώματα αλλά και τα σοκάκια των οικισμών «συμμετείχαν» στην συλλογή και αποθήκευση του βρόχινου νερού.

Κλείνουμε αυτό το οδοιπορικό με την επισήμανση της συνεργάτριας του ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ SOS.

«Η οικιστική πραγματικότητα όπως αυτή έχει διαμορφωθεί μοιάζει να μην επιτρέπει "μεταφορές" της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής στη σημερινή αστική ανάπτυξη σε ό,τι αφορά την ενεργειακή απόδοση και θερμική συμπεριφορά των κτιρίων».

Τετάρτη 10 Οκτωβρίου 2007

Ταξιδι στις Κυκλαδες.

Επιστρέφοντας από τις καλοκαιρινές διακοπές, το μυαλό μοιάζει να μη θέλει να ακολουθήσει το σώμα μας και παραμένει πίσω... σε χρυσαφένιες αμμουδιές και όμορφα νησιωτικά τοπία. Αντιστέκεται σαν από ένστικτο, θέλοντας να παρατείνει τον ελεύθερο χρόνο της ξεγνοιασιάς και της ηρεμίας. Η επαφή με το άκτιστο τοπίο και ο ανοικτός ορίζοντας λειτουργούν σαν βάλσαμο απέναντι στο άγχος και τη δυσφορία που προκαλεί ο εντατικός ρυθμός της πόλης. Αυτή η ολιγοήμερη επαφή, όμως, γεννά και μια σειρά από σκέψεις για το είδος του περιβάλλοντος που σταδιακά δημιουργούμε στους προορισμούς των διακοπών μας.
Πολλές φορές στο παρελθόν η συζήτηση περιστρεφόταν γύρω από την ανάγκη προστασίας των αιγαιοπελαγίτικων παραδοσιακών μας οικισμών. Σήμερα προβάλλει δραματικά, ακόμη επιτακτικότερο, το αίτημα σεβασμού, προστασίας και διατήρησης αυτού του ίδιου του φυσικού περιβάλλοντος! Αυτών των μοναδικών τοπίων που τόσο πλουσιοπάροχα μας πρόσφερε η φύση και αποτελούν τη μεγάλη και ανεκτίμητη κληρονομιά του τόπου μας, το θησαυρό μας.
Εκεί «...όπου φυσικά βασιλεύει ο μέγας άρχων του ελληνικού τοπίου, ο βράχος» όπως έλεγε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Τσαρούχης. Τα γυμνά γκριζωπά βράχια που ξεπροβάλλουν μέσα στο Αιγαίο, το ένα εδώ, το άλλο εκεί μακρύτερα, άλλα σχηματίζοντας συστάδες, διαμορφώνουν τον ανεπανάληπτο γλυπτικό ορίζοντα της νησιωτικής ελληνικής γης.
Τα βράχια με τις πολλαπλές μορφές τους, τα οποία ξεχύνονται από την ηπειρωτική χώρα κι απλώνονται μέσα στα πελάγη σαν κυκλώπειες πέτρες, ανεμοδαρμένες και άνυδρες, χτυπημένες από την ανεξάντλητη δύναμη της φουρτουνιασμένης θάλασσας. Αυτό το ανάγλυφο των κοφτερών βράχων που συμπληρώνεται αρμονικά με σκίνα και θυμάρια και τόσους υπέροχους θάμνους σε μια αδιάσπαστη και αξεχώριστη ενότητα, έρχεται κάθε ανατολή ο ήλιος να αναδείξει, παίζοντας με το φως και τη σκιά. Άκρες που λαμπυρίζουν, τραχιές επιφάνειες, σχισμάδες που διατρέχουν το σώμα τους, σκοτεινές χθόνιες σπηλιές, ολόκληροι κόσμοι, μυστηριώδεις, μυθικοί, αρχέγονοι. Κι όπως πέφτει το φως κι έρχεται το σκοτάδι, τα βράχια μετατρέπονται θαρρείς σε πελώριους υπερφυσικούς δράκους που σε παραμονεύουν μην τυχόν και ταράξεις την ησυχία τους.
Είναι ώρες που μοιάζουν να επιπλέουν ανάλαφρα πάνω στο κύμα, ενώ άλλες στιγμές νομίζεις πως ανυψώνονται και αιωρούνται -σε πείσμα της βαρύτητας- πάνω από τη γραμμή του ορίζοντα. Απόκρημνες πλαγιές και πανύψηλοι γκρεμνοί «ακροβατούν» πάνω από τη θάλασσα, βαθιές χαράδρες στα ενδότερα, σαν ρυτίδες στο πρόσωπο της άγονης γης, προστατεύουν τα λιγοστά δένδρα από τους σφοδρούς ανέμους, ενώ κάποια άλλα που το έφερε η τύχη να βρίσκονται πάνω σε διάσελα, γέρνουν σαν να υποκλίνονται στην αδιαμφισβήτητη δύναμη του Αιόλου. Το χώμα λιγοστό και για το λόγο αυτό πολύτιμο, συγκρατείται αιώνες τώρα με δυσκολία, από πανάρχαιες ξερολιθιές και περίτεχνες πεζούλες. Ένα έδαφος γυμνό, δύσκολο, κακοτράχαλο, ανελέητο, ποτισμένο με τον ιδρώτα χιλιετιών που έζησε όμως γενιές και γενιές.
Γιατί είναι σκληρός, άγριος και τυραννισμένος αυτός ο τόπος, πολύ μακριά από την ψευδαίσθηση της άνεσης, της μαλθακότητας και της καλοπέρασης που υπόσχεται η κοσμική παραλία με τις ομπρέλες και τις ξαπλώστρες ή τα μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα, με τις πισίνες, τους φοίνικες και το ψωριάρικο γκαζόν τους. Την ουσία του τη συνειδητοποιείς και τη μετράς περπατώντας τον βήμα βήμα, ακολουθώντας πιστά το μακρινό φιδίσιο μονοπάτι που στριφογυρίζει το βράχο, ανακαλύπτοντας τις εναλλαγές και τις κρυφές πλευρές του και όχι οδηγώντας το αυτοκίνητο σε δρόμους που σε κατεβάζουν μεν με ευκολία και γρήγορα σε κάθε απόμερο κολπίσκο, αλλά χαρακώνουν ανεπανόρθωτα τις πλαγιές του.

Φοβούμαι πως δεν έχουμε καταλάβει την αξία τής υπαίθρου στον τόπο μας. Μετατρέψαμε ολόκληρα νησιά σε «καλοκαιρινές πόλεις» που κατακλύζονται από ορδές τουριστών και σφύζουνε από μια αφύσικη ζωή, ενώ αντίθετα το χειμώνα νεκρώνουν και μοιάζουν με «πόλεις φαντάσματα». Γιατί τα ήσυχα και ήρεμα ακρογιάλια των ανέμελων καλοκαιρινών διακοπών μεταμορφώνονται τους χειμερινούς μήνες σε άγρια και αφιλόξενα βράχια πάνω στα οποία ξεθυμαίνουν αφρισμένα κύματα. Ο παγωμένος αέρας λυσσομανά και αυτό που ψάχνεις είναι ένα μέρος εσωτερικό, προφυλαγμένο, για να βρεις καταφύγιο. Οι οικισμοί φυσικά αλλάζουν πρόσωπο και η ζωή μεταφέρεται στα στενά εσωτερικά σοκάκια, μακριά από την αγριεμένη θάλασσα. Και είναι σαν να αλλάζει ο τόπος και το έξω να γίνεται μέσα, λες και αντιστρέφεται ο χώρος. Τη φασαρία, τη βουή και την κινητικότητα του καλοκαιριού, διαδέχεται η ερημιά, η ηρεμία αλλά και η αναπόφευκτη μελαγχολία τού χειμώνα.
Καταφέραμε να δημιουργήσουμε νησιά τέρατα, αφήνοντας πάνω στο σώμα τους τ' αχνάρια της φτήνιας των καιρών μας. Συνεχίζουμε με αδυσώπητη μανία να καταστρέφουμε κάθε σπιθαμή της «ευλογημένης» τούτης γης. Κτίζουμε παντού βιαστικά, αβασάνιστα, χωρίς μέτρο.
Ορθώνουμε σε τόπους ιερούς, χιλιοτραγουδισμένους, που τόσο έχουν υμνηθεί από τους ποιητές μας, άθλια χονδροειδή κατασκευάσματα, άσπρα άμορφα «περιττώματα», εν ονόματι μιας κακώς νοούμενης «ανάπτυξης» και εφήμερης «τουριστικής αξιοποίησης». Εδώ και καιρό έχουμε απεμπολήσει κάθε έννοια συλλογικότητας, για να υπερισχύσει ο αφόρητος ατομικισμός μας, που μετράει τα πάντα με την κοντόφθαλμη λογική της γρήγορης «αρπαχτής», μη λογαριάζοντας ούτε αυτά που έγιναν στο παρελθόν ούτε -πολύ περισσότερο- αυτά που θα γίνουν στο μέλλον. Ακόμη κι αυτά τα μικρά ξωκλήσια του Προφήτη Ηλία στις απόκρημνες κορφές είναι δυσδιάκριτα πλέον ανάμεσα στις λευκές βιλίτσες, τα εξοχικά, τα «rooms to let», που ξεφυτρώνουν σαν μεταλλαγμένα φυτά που γιγαντώνονται ανεξέλεγκτα, καταστρέφοντας ό,τι βρουν γύρω τους. Ροκανίζουμε χρόνο το χρόνο αυτά τα υπέροχα τοπία των βράχων, έτσι που στο τέλος δεν θα μείνει τίποτε που να θυμίζει στις επόμενες γενιές ότι τούτη η καθημαγμένη γη είχε κατοικηθεί πολύ πριν από τον Όμηρο.
Κι όλα αυτά κάτω από ένα φως δυνατό, εκτυφλωτικό, που δημιουργεί έντονες φωτοσκιάσεις προδίδοντας την παραμικρή ατέλεια, που προσπαθεί μάταια να κρυφτεί από την αυστηρή ετυμηγορία της διαύγειάς του. Πόσο εύστοχα και διδακτικά τα λόγια του Ελύτη: «Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο, το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες, αχρηστεύει τους ουρανούς. Άφαντα όλα... Η αντίσταση σ' ένα τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής».

Πράγματι, μέσα στην αέναη εναλλαγή φωτός και σκιάς γεννήθηκε η πανάρχαια πέτρινη αρχιτεκτονική των νησιών μας. Λες και πήραν σχήμα και μορφή τα βράχια και οι πέτρες, και σαν από μόνες τους να όρθωσαν τα απέριττα κτίσματα που μας κληροδότησαν όλοι μαζί οι πολιτισμοί του παρελθόντος. Την ουσία που εμπεριέχει και εκφράζει το «ελάχιστο» πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού. Εκεί να βασιστούμε για να δημιουργήσουμε μια απολύτως σύγχρονη αρχιτεκτονική που θα εκφράζει τις σημερινές ανάγκες χωρίς να τραυματίζει το τοπίο, αλλά θα αποτελεί την αυτονόητη συνέχειά του. Μια αρχιτεκτονική που θα συνδέεται οργανικά με το ανάγλυφο του εδάφους και δεν θα προσπαθεί ανόητα, να αναμετρηθεί μαζί του. Για να μην ξεχνάμε «...πως και τα μελλοντικά χρωστάνε συχνά τη δύναμή τους και στα όσα έχουνε συμβεί σε περασμένα χρόνια», όπως σοφά μας υπενθύμιζε ο Άρης Κωνσταντινίδης.

Παρασκευή 5 Οκτωβρίου 2007

Δυσκολες θαλασσες.

Με θέμα τις ιδιαιτερότητες και τις συ­νήθειες που παρουσιάζει μια από τις πιο δύσκολες θάλασσες ανά ε­ποχή, στις τέσσερις σημαντικές περιοχές για τα ακτοπλοϊκά πλοία, το Εργαστήριο Ναυ­τικής Θαλάσσιας Υδροδυναμικής του Εθνι­κού Μετσόβιου Πολυτεχνείου προχώρησε σε συνεργασία με το Πολεμικό Ναυτικό στην ε­πιστημονική καταγραφή στοιχείων που αφο­ρούν το Αιγαίο Πέλαγος.
Η έρευνα περιλαμβάνει 48 άτλαντες, στους οποίους παρουσιάζεται με στατιστικά στοι­χεία το ύψος κύματος σε 20 επιλεγμένες πε­ριοχές του Αιγαίου, του Ιονίου αλλά και του Κρητικού και Λιβυκού πελάγους, η περίοδος κύματος, η κατεύθυνση και κλίση του, καθώς και οι εντάσεις μαζί με τη φορά του ανέμου την κάθε εποχή στο κάθε σημείο.
Τα στοιχεία που επεξεργάστηκαν οι μελετη­τές προέρχονται από οπτικές παρατηρήσεις από πλοία που πραγματοποιούσαν τους συνήθεις πλόες τους και αφορούν καταστάσεις που συναντώνται στην ανοιχτή θάλασσα.
Οι Έλληνες μελετητές χρησιμοποίησαν 209.408 παρατηρήσεις σχετικά με ανεμολογικές παραμέτρους, ενώ ο συνολικός αριθ­μός των χρησιμοποιηθέντων παρατηρήσεων είναι 233.787 και αφορούν κυματικές παρα­μέτρους,
Συγκεκριμένα, από την έρευνα προέκυψε ότι οι πιο ενδιαφέρουσες ζώνες είναι 4: το Βόρειο - Βορειοανατολικό Αιγαίο, οι Κυκλά­δες, τα Δωδεκάνησα και το Κρητικό Πέλαγος.
Στο Βόρειο Αιγαίο ο χειμώνας είναι άγριος το Δεκέμβριο, εποχή που η συχνότητα μεγά­λου ύψους κύματος είναι σύνηθες φαινόμε­νο, Τον Ιανουάριο, το ύψος του κύματος δεν ξεπερνά συνήθως το 1 μέτρο, το Φεβρουά­ριο ο καιρός ηρεμεί, ενώ το καλοκαίρι η κα­τάσταση είναι ακόμα πιο ήπια,
Η θαλάσσια περιοχή των Κυκλάδων είναι από τις επικίνδυνες, ενώ οι μεγαλύτερες τρικυμίες παρουσιάζονται το Δεκέμβριο, όπου μπορεί το ύψος των κυμάτων να μην είναι πολύ μεγάλο (φθάνουν τα 4 μέτρα), αλλά έ­χουν μεγάλη συχνότητα. Παρόμοια είναι η κατάσταση και την άνοιξη,
Το καλοκαίρι οι Κυκλάδες αγριεύουν, α­φού τα μελτέμια ξεσηκώνουν τη θάλασσα ι­διαίτερα τον Αύγουστο, Το φθινόπωρο οι και­ρικές συνθήκες δυσκολεύουν ακόμη περισ­σότερο και κυρίως το Νοέμβριο,
Στα Δωδεκάνησα ο καιρός είναι δύσκολος αλλά μόνο για ένα μήνα, το Δεκέμβρη. Το κα­λοκαίρι, συνήθως, επικρατούν μπονάτσες, ε­νώ το φθινόπωρο η θάλασσα είναι ήρεμη,
Τέλος, στο Κρητικό πέλαγος το Δεκέμβρη αγριεύει η κατάσταση με συνεχόμενο μεγά­λο κυματισμό, ενώ την άνοιξη επικρατεί σχε­τική ηρεμία, Το καλοκαίρι, όμως, η θάλασσα ζωηρεύει σε σύγκριση με τις υπόλοιπες πε­ριοχές του Αιγαίου, ιδιαίτερα τον Αύγουστο με τα μελτέμια.

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2007

Μυκονος.

Η γεωγραφική θέση του νησιού είχε σαν φυσικό επακόλουθο να γίνει τόπος στάθμευσης από πολλούς αλλά ποτέ δεν έγινε τόπος μόνιμης κατοικίας λόγο της φτώχιας που υπήρχε. Η κατάσταση για τους ντόπιους ήταν άθλια στην περίοδο της Φραγκοκρατίας και αργότερα της Τουρκοκρατίας. Στα μέσα του 16ου αιώνια το νησί ήταν έρημο.

Η γεωργία και η κτηνοτροφία ήταν μικρή. Κύρια ασχολία ήταν τα αμπέλια, το κριθάρι, τα σύκα και τα γαλακτομικά όμως το φτωχό έδαφος οι δυνατοί άνεμοι και τα λιγοστά νερά έκαναν τους ντόπιους από νωρίς να ασχοληθούν με τις θαλασσινές ασχολίες. Έτσι αναπτύχθηκε η ναυτιλία το εμπόριο η αλιεία και η ναυπηγική.Παράλληλα με τις θαλασσινές ασχολίες οι ντόπιοι ασχολήθηκαν και με την υφαντουργική (ιδιαίτερα οι γυναίκες). Επίσης η άλεση αλεύρου και η αρτοποιία γνώρισαν μεγάλη ανάπτυξη.

Στα μέσα του 1950 η Μύκονος άρχισε να βγαίνει από την μιζέρια εκμεταλλευόμενη τους φυσικούς πόρους που είχε: ήλιο – θάλασσα – αέρα. Έτσι οι Μυκονιάτες έγιναν πρωτοπόροι στη τουριστική βιομηχανία, κατάφεραν να κάνουν το νησί τους σημαντικό τουριστικό κέντρο με αποτέλεσμα να ανέβει η οικονομία.
Κύρια ασχολία των κατοίκων σήμερα είναι ο τουρισμός, υπάρχουν όμως ακόμη κάποιοι ντόπιοι που ασχολούνται με τη γεωργία και την κτηνοτροφία.

Η ιστορία της Μυκόνου είναι σύντομη γιατί δεν είχε κάποια ηρωικά κατορθώματα. Το άγονο έδαφος του νησιού απωθούσε κατά καιρούς πολλούς επιδρομείς που ερχόταν και ξαναερχόταν. Έτσι δεν τάραζαν την ησυχία των ντόπιων που ήδη η ζωή τους ήταν δύσκολη.

Ο μύθος λέει ότι η Μύκονος πήρε το όνομα από το Μύκονο γιο του Ανίου που ήταν ημίθεος καρπός του ζευγαρώματος του Απόλλωνα και της νύμφης Ροίους. Ένας άλλος μύθος αναφέρεται ότι ο Ηρακλής αφού σκότωσε τους γίγαντες τους πέταξε στο νησί αυτοί πέτρωσαν και έγιναν βράχοι.

Όλες αυτές οι πηγές όμως είναι ανεπαρκείς. Οι πρώτοι κάτοικοι του νησιού ήταν οι Κάρες. Μετά πήγαν οι Φοίνικες οι Κρήτες και οι Αιγύπτιοι. Στο τέλος πήγαν και οι Ίωνες. Μετά τους Περσικούς πολέμους δημιουργήθηκε η πρώτη Αθηναϊκή συμμαχία με έδρα τη Δήλο όπου υπήρχε το συμμαχικό ταμείο. Η Δήλος επηρέαζε πολύ τη Μύκονο ακόμη και στο θέμα της θρησκείας. Λάτρευαν τον θεό Απόλλωνα αλλά και άλλους θεούς και αυτό συμπεραίνεται από κάποια νομίσματα που βρέθηκαν.

Στην εποχή του Βυζαντίου η Μύκονος αποτελεί τμήμα του νομού Αχαΐας και λίγο αργότερα υπάγεται στο θέμα των νήσων. Κατά την Ενετοκρατία η Μύκονος και η Τήνος κατακτήθηκαν από την δυναστεία των Γκύζη. Το σημαντικότερο γεγονός είναι η σύσταση του κοινού των Μηκωνίων.

Το 1537 ο Καπουδάν πασάς είχε παραχωρήσει στους νησιώτες ειδικά προνόμια όπως αυτοδιοίκηση. Βέβαια ποτέ δεν τήρησε ότι τους είχε πει και έτσι οι νησιώτες αποφάσισαν να ιδρύσουν το κοινό των Μηκωνίων. Σε όλα αυτά τα χρόνια η Μύκονος γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη στο τομέα της ναυτιλίας και του εμπορίου.